στίμμι

στίμμι
-ιος, το / στῑμμι, -ίμμιος, ΝΑ, και στίμμη, -εως, η, και στίμι, -εως, το, Ν, και στῑμι, -ίμιος και στῑβι, -ίβιος, και ως θηλ. στίμμις, -εως ή -ιδος και στῑμις, -ίμεως και στιμία, Α
1. το ορυκτό αντιμόνιο
2. συνεκδ. μαύρη χρωστική ουσία που παρασκευαζόταν με βάση το ορυκτό αυτό και χρησιμοποιούνταν για βαφή τών βλεφάρων και τών φρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από τον αιγυπτ.τ. stim. Η εναλλαγή στους τ. τών συμφώνων -μ- καί -β- οφείλεται σε διαφορετικές απόψεις για τη μεταφορά τού ξεν. τ. στην Ελληνική. Η Λατινική έχει δανειστεί τη λ. από την Ελληνική, πρβλ. stimi / stibi / stibium].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στιβασμός — ὁ, Α η χρήση μαύρης χρωστικής από στίμμι για τον καλλωπισμό τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῖβι, άλλος τ. τού στίμμι* «χρωστική ουσία», κατά τα ουσ. σε (α)σμός από ρ. σε άζω] …   Dictionary of Greek

  • στιμμίζω — ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. στιβίζομαι Α [στίμμι / στῑβι] βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με στίμμι μσν. μτφ. καθιστώ κάτι ευπρεπές ή λογικοφανές, ευτρεπίζω κάτι προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • υποστιμμίζω — Α βάφω με στίμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στιμμίζω «βάφω με στίμμι»] …   Dictionary of Greek

  • стивие — сурьма , цслав. стивие – то же. Из греч. στίβι, στίμμι, егип. происхождения (Мi. ЕW 323; Преобр. II, 386; Гофман, Gr. Wb. 337) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Antimony — This article is about the element. For the town, see Antimony, Utah. Not to be confused with Antinomy, a type of paradox. tin ← antimony → tellurium As ↑ Sb ↓ Bi …   Wikipedia

  • List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) …   Wikipedia

  • Антимонит — I см. Сурьмяный блеск. II или сурьмяный блеск. Красивые свинцово серые кристаллы ромбической системы, с металлическим блеском, имеют обыкновенно длинностолбчатую или игольчатую форму. Призматические плоскости обыкновенно продольно исчерчены,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Антимонит — I см. Сурьмяный блеск. II или сурьмяный блеск. Красивые свинцово серые кристаллы ромбической системы, с металлическим блеском, имеют обыкновенно длинностолбчатую или игольчатую форму. Призматические плоскости обыкновенно продольно исчерчены,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • περιστιμμίζω — Μ βάφω κάτι ολόγυρα με στίμμι, βάφω με μαύρο χρώμα γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιμμίζω «βάφω»] …   Dictionary of Greek

  • πλατυόφθαλμος — η, ο / πλατυόφθαλμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πλατιούς οφθαλμούς αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλατυόφθαλμον είδος φυτού, το στίβι ή στίμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ὀφθαλμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”